Η συνάντησή μου με τον πρέσβη του Ισραήλ δεν είναι καθόλου τυχαία. Άλλωστε, η ανάμειξή μου με τα δρώμενα του Ισραήλ χρονολογείται από το 1985, τότε που τα πράγματα δεν ήταν εύκολα για κανέναν μας. Στις εκδηλώσεις μετρούσες στα δάκτυλά σου τους «επισήμους». Σήμερα, για μια διασύνδεση με το Ισραήλ κάνουν το παν και πλέον οι πολιτιστικές εκδηλώσεις της πρεσβείας είναι αφορμή για μια επαφή και όχι μόνον.
Τον πρέσβη του Ισραήλ στην Κύπρο, κ. Μιχαέλ Χαράρι, συχνά-πυκνά θα τον συναντήσεις σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, όντας λάτρης των τεχνών.
Παρακολουθεί θέατρο χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, ενώ προκάλεσε θετική εντύπωση η παρουσία του στη συναυλία ενός αμετανόητου εχθρού των Εβραίων, του Ισραηλινού Gilad Atzmon στη Λευκωσία τον περασμένο μήνα.
Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την αγάπη του προς τη λογοτεχνία και την προσωπική του συμβολή για την άφιξη επιφανών Ισραηλινών συγγραφέων στην Κύπρο, του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις και τον ευχαριστούμε θερμά, γιατί παρά το βαρυφορτωμένο πρόγραμμά του, είχαμε άμεσα τις απαντήσεις του.
΄Είναι η λογοτεχνία ένα «όχημα» για να γνωρίσουμε την ιστορία μιας χώρας;
Η λογοτεχνία είναι σίγουρα ένα καλό όχημα για να γνωρίσει κανείς πραγματικά και να κατανοήσει την κοινωνία, καθώς και την ιστορία μιας χώρας, αλλά μέχρι ενός σημείου.
Πιστεύετε στις «εθνικές» λογοτεχνίες;
Η λογοτεχνία δεν ασχολείται με ιστορικά γεγονότα. Εξ ορισμού, είναι μια υποκειμενική αλήθεια. Ωστόσο, το πιο σημαντικό της κομμάτι είναι ο τρόπος με τον οποίο μας αποκαλύπτει μια κοινωνία και μας φέρνει πιο κοντά σ’ αυτήν, την κάνει πιο οικεία.
Επομένως, δεν πιστεύω στη λεγόμενη εθνική λογοτεχνία, αλλά στη λογοτεχνία που προσδίδει φωνή σε διαφορετικές τάσεις, διαφορετικούς τομείς και διαφορετικά κομμάτια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Ένα μέρος αυτών των τάσεων, τομέων, κομματιών, συνθέτει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, αλλά, όπως γνωρίζουμε καλά, ένα μεγάλο μέρος τους είναι και παγκόσμιο. Αυτή είναι η ομορφιά της λογοτεχνίας.
Μπορεί η «εθνική» λογοτεχνία να είναι αξιόπιστη ως τέχνη όταν δεν περιλαμβάνει στοιχεία οικουμενισμού;
Υποθέτω ότι θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η λογοτεχνία κάνει τη διαφορά, είτε αυτή η διαφορά αφορά ένα άτομο, μια κοινωνία ή μια πολιτική οντότητα. Νομίζω ότι ο συγγραφέας [αν και δεν είμαι ο ίδιος συγγραφέας], αλλά και εμείς, οι αναγνώστες, πρέπει να πιστέψουμε και να δώσουμε έμφαση στην πεποίθηση ότι όντως κάνει τη διαφορά. Όμως, στο τέλος της μέρας, αυτό αποτελεί και μια προσωπική άποψη. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία ανοίγει νέους ορίζοντες και μας προσεγγίζει. Και ναι, κάνει μια κάποια διαφορά.
Ποιος/οι συγγραφείς θεωρείτε ότι αντιπροσωπεύουν καλύτερα την ιστορία του Ισραήλ ή και τους σύγχρονους προβληματισμούς της χώρας;
Οι Σμουέλ Γιοσέφ Αγκνον, Άμος Οζ, Άαρον Άπελφελντ, Γεοσούα, Γκρόσμαν, Σάμι Μίχαελ, Νιρ Μπαρ Αμ και πολλοί άλλοι.
Αν δίνατε ως δώρο το βιβλίο ενός Ισραηλινού συγγραφέα σε έναν ξένο, ποιο θα ήταν και γιατί;
Αν ήτανε να κάνω δώρο ένα βιβλίο [και δεν θα έλεγα ότι αυτή είναι μια δίκαιη ερώτηση], υποθέτω ότι θα περιμένατε να ακούσετε ονόματα όπως των Οζ, Γκρόσμαν ή Κέρετ. Σίγουρα, θα έκανα δώρο τα βιβλία τους, αλλά θα προτιμούσα να συστήσω άλλους νεότερους συγγραφείς, όπως ο Νιρ Μπαρ Αμ, ο Σιμόν Αντάφ και ιδιαίτερα η Λέα Ινι και το βιβλίο της «Vered de Lebanon» [Το ρόδο του Λιβάνου] στο οποίο αφηγείται τη δική της ιστορία για το πώς έγινε συγγραφέας στο Ισραήλ, καθώς και τα βιώματά της δίπλα στον πατέρα της, έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος από τη Θεσσαλονίκη.