Η παρουσίαση βιβλίου του Εκδότη και μεταφραστή κ. Μάρκελλου Λιναίου.

Παρουσίαση βιβλίου "ΑραβοΙσραηλινοί πόλεμοι"

  •   απο τον Μάρκελλο Λιναίο
  •    
    Από την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948 και μετά, ο σημαντικότερος παράγοντας που διαμορφώνει το τοπίο της Μέσης Ανατολής είναι η αραβοϊσραηλινή διένεξη. Η αραβοϊσραηλινή διένεξη είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο των διεθνών σχέσεων, με επιπτώσεις που υπερβαίνουν τον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής και επηρεάζουν καθοριστικά τον διεθνή στρατηγικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό χάρτη.​
  •  
     
    Καταρχάς θέλω να ευχαριστήσω θερμά όλους όσοι βρίσκεστε σήμερα μαζί μας σε αυτήν την παρουσίαση. Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον κύριο Βενιαμίν Αλμπάλα, πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών που φιλοξενεί τη σημερινή εκδήλωση, τον πρέσβη του Ισραήλ στην Ελλάδα, κύριο Άριε Μέκελ, που μας τιμά με την παρουσία του, τους εισηγητές μας, τον κύριο Michael Herzog και την κυρία Φωτεινή Τομαή, και τον συντονιστή μας, κύριο Κωνσταντίνο Μπογδάνο. Mr. Ambassador and Mr. Herzog, it is an honor and a privilege to have you with us at this presentation.

    Η Μέση Ανατολή είναι ιστορικά ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο συναντώνται διαφορετικές θρησκείες, διαφορετικοί λαοί και διαφορετικοί πολιτισμοί. Όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία άλλοτε συνυπάρχουν ειρηνικά, και άλλοτε έρχονται σε σύγκρουση. Ως εκ τούτου η ιστορία της Μέσης Ανατολής μπορεί να περιγραφεί ως μια αλληλουχία περιόδων ειρήνης και βίας. Είναι μια ιστορία που εξακολουθεί να γράφεται, καθώς σημαντικές εξελίξεις όπως η Αραβική Άνοιξη, η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού και η προσπάθεια του Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα αλλάζουν εκ νέου τα δεδομένα στην περιοχή.

    Από την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948 και μετά, ο σημαντικότερος παράγοντας που διαμορφώνει το τοπίο της Μέσης Ανατολής είναι η αραβοϊσραηλινή διένεξη. Η αραβοϊσραηλινή διένεξη είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο των διεθνών σχέσεων, με επιπτώσεις που υπερβαίνουν τον γεωγραφικό χώρο της Μέσης Ανατολής και επηρεάζουν καθοριστικά τον διεθνή στρατηγικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό χάρτη.

    Εντούτοις είναι ένα θέμα το οποίο μέχρι σήμερα δεν είχε καλυφθεί επαρκώς από την ελληνική βιβλιογραφία. Αντιθέτως, εκείνο που έχει καλυφθεί επαρκώς είναι οι θέσεις των Αράβων και ειδικότερα των Παλαιστινίων όσον αφορά το Παλαιστινιακό. Όμως σε κάθε σύγκρουση υπάρχουν δύο πλευρές και δύο απόψεις, οι οποίες θα πρέπει να προβάλλονται ισότιμα. Εκτός αυτού, για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει την αραβοϊσραηλινή διένεξη και να σχηματίσει άποψη για αυτή, θα πρέπει να τη μελετήσει στο σύνολό της, από τις απαρχές της μέχρι σήμερα, από όσο το δυνατόν πιο έγκυρες και αντικειμενικές πηγές.

    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να μεταφράσω και να εκδώσω στα Ελληνικά το βιβλίο του Chaim Herzog «Οι Αραβοϊσραηλινοί Πόλεμοι».

    Ο Chaim Herzog διετέλεσε πρόεδρος του Ισραήλ επί δύο θητείες (1983-1993), πρέσβης του Ισραήλ στον ΟΗΕ, διοικητής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ισραήλ και στρατηγός του ισραηλινού στρατού. Ήταν επίσης ο πρώτος Ισραηλινός κυβερνήτης της Δυτικής Όχθης μετά την κατάληψή της από το Ισραήλ στον πόλεμο του 1967.

     Ως εκ τούτου ο Chaim Herzog όχι μόνο βίωσε όλη τη σύγχρονη ιστορία του Ισραήλ, αλλά υπήρξε και ένας από τους διαμορφωτές της.

    Το βιβλίο του «Οι Αραβοϊσραηλινοί Πόλεμοι» αποτελεί έργο αναφοράς για την αραβοϊσραηλινή διένεξη, την οποία εξιστορεί αναλυτικά από την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το 1948 έως τις μέρες μας, χάρη στη συνεχή επικαιροποίηση του έργου από τον Shlomo Gazit και τον Michael Herzog.

     Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο Herzog, με γλαφυρότητα, ρεαλισμό και μετριοπάθεια, αφηγείται τον αγώνα που έδωσε –και εξακολουθεί να δίνει μέχρι σήμερα– ο εβραϊκός λαός για να επιβιώσει σε ένα εχθρικό περιβάλλον και να διατηρήσει την πνευματική και θρησκευτική του κληρονομιά, και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα σύγχρονο κράτος, με υποδομές, που να μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών του.

    Ο Herzog αφηγείται με λεπτομέρεια όλους τους πολέμους που χρειάστηκε να δώσει το Ισραήλ από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, και μεταξύ αυτών τον σημαντικότερο  από όλους – τον πόλεμο για την ειρήνη.

    Η μακρά ειρηνευτική διαδικασία, που ξεκίνησε το 1977 με την ιστορική επίσκεψη του Αιγύπτιου προέδρου Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ, πέτυχε σημαντικά αποτελέσματα. Με τις συμφωνίες του 1978 και του 1994, οι οποίες άντεξαν στη δοκιμασία του χρόνου, το Ισραήλ έχει θεμελιώσει μια σταθερή ειρήνη με την Αίγυπτο και την Ιορδανία, και επιδιώκει να συνάψει αντίστοιχες συμφωνίες με τη Συρία, τον Λίβανο και τους Παλαιστινίους.

    Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία δεν επιτρέπει οιαδήποτε πρόοδο στις ισραηλινο-συριακές σχέσεις, όμως το Ισραήλ ελπίζει ότι το καθεστώς του Άσαντ θα αντικατασταθεί από μια δημοκρατική και μετριοπαθή κυβέρνηση που θα είναι θετική στον διμερή διάλογο. Πρόοδος δεν μπορεί να αναμένεται σύντομα ούτε στις ισραηλινο-λιβανικές σχέσεις, όσο η Χεζμπολά εξαπολύει πυραύλους κατά του Ισραήλ από το έδαφος του Λιβάνου και δεν αναγνωρίζει το δικαίωμά του να υφίσταται ως κράτος.

    Όσον αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα, μέχρι σήμερα οι Παλαιστίνιοι έχασαν τρεις ιστορικές ευκαιρίες για να ιδρύσουν το Παλαιστινιακό Κράτος.  

     Η πρώτη ευκαιρία χάθηκε το 1947, όταν οι Άραβες απέρριψαν το Ψήφισμα 181 του ΟΗΕ, που προέβλεπε τον διαμερισμό της Παλαιστίνης μεταξύ των Εβραίων και των Αράβων και την ίδρυση ενός εβραϊκού και ενός αραβικού κράτους. Οι Εβραίοι αποδέχθηκαν το σχέδιο του ΟΗΕ, και το 1948 ίδρυσαν το Κράτος του Ισραήλ. Οι Άραβες, αντί να προχωρήσουν και εκείνοι στην ίδρυση ενός αραβικού παλαιστινιακού κράτους, απέρριψαν το σχέδιο και εξαπέλυσαν έναν γενικευμένο πόλεμο για να καταστρέψουν το κράτος του Ισραήλ εν τη γενέσει του. Στον πρώτο εκείνο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948, το Ισραήλ βρέθηκε αντιμέτωπο με τους στρατούς πέντε αραβικών κρατών –της Αιγύπτου, της Συρίας, της Ιορδανίας, του Ιράκ και του Λιβάνου– αλλά κατόρθωσε να νικήσει.

    Για τα επόμενα 20 χρόνια, μέχρι το 1967, η Δυτική Όχθη βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Ιορδανίας και η Λωρίδα της Γάζας υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου. Στη διάρκεια των 20 αυτών ετών, και μέχρι την κατάληψη των περιοχών αυτών από το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, οι Άραβες έχασαν τη δεύτερη ιστορική ευκαιρία να ιδρύσουν το Παλαιστινιακό Κράτος.

    Η τρίτη ευκαιρία χάθηκε το 2000, στη συνάντηση κορυφής του Καμπ Ντέηβιντ, όπου ο τότε Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ προσέφερε στον Γιάσερ Αραφάτ τη Λωρίδα της Γάζας και το 90% της Δυτικής Όχθης για τη δημιουργία Παλαιστινιακού Κράτους. Ο Αραφάτ αρνήθηκε, εμμένοντας στην ίδρυση του Παλαιστινιακού Κράτους στα προ του 1967 σύνορα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ.

    Το 2000 το Ισραήλ απέσυρε πλήρως τα στρατεύματά του από τον νότιο Λίβανο, και το 2005 από τη Λωρίδα της Γάζας. Αυτό που επακολούθησε ήταν ότι οι δύο αυτές περιοχές τέθηκαν υπό τον έλεγχο εξτρεμιστικών φονταμενταλιστικών οργανώσεων, της Χεζμπολά και της Χαμάς αντίστοιχα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ να υφίσταται ως κράτος, και επιδίδονται σε έναν ασύμμετρο πόλεμο εναντίον του με την εκτόξευση πυραύλων.

    Οι δύο αυτές οργανώσεις χρηματοδοτούνται, εξοπλίζονται και καθοδηγούνται από το Ιράν, το οποίο με τον τρόπο αυτό, παρότι δεν συνορεύει με το Ισραήλ, κατορθώνει να το απειλεί με δύο μακριά χέρια που φθάνουν στα βόρεια και νότια σύνορά του.

     Οι πυραυλικές επιθέσεις της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ είναι ο λόγος για τον οποίο το Ισραήλ, σε συνεργασία με την Αίγυπτο, που αναγνωρίζει το πρόβλημα, έχουν επιβάλει τον χερσαίο και ναυτικό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, για να μην εισέρχονται σε αυτήν όπλα και εκρηκτικά.

     Παρότι από το 2007 και μετά η Παλαιστινιακή Αρχή δεν ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας, στις 29 Νοεμβρίου του 2012, κατόπιν αιτήματος του προέδρου της, Μαχμούντ Αμπάς, ο ΟΗΕ αποφάσισε να αναβαθμίσει την υπόσταση του Παλαιστινιακού Κράτους.

     Η πάγια θέση της παλαιστινιακής πλευράς μέχρι σήμερα είναι η αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους στα προ του 1967 σύνορα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Η αδιαλλαξία των Παλαιστινίων στο εδαφικό ζήτημα ήταν η αιτία της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000, και εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Η απαίτηση των Παλαιστινίων να αρθούν πλήρως όλες οι εδαφικές και συνοριακές μεταβολές που προκάλεσε ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, και μάλιστα μετά την παρέλευση 45 ετών, δεν είναι πλέον μια ρεαλιστική προσέγγιση. Σήμερα η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα του Ισραήλ, και στη Δυτική Όχθη ζουν πάνω από μισό εκατομμύριο Εβραίοι. Ως εκ τούτου το Παλαιστινιακό δεν μπορεί να λυθεί πλέον με ένα ψήφισμα του ΟΗΕ, το οποίο μάλιστα έχει ως βάση τα δεδομένα του 1967, χωρίς να έχει προηγηθεί διάλογος και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών για τα μείζονα ζητήματα των εδαφών και της πρωτεύουσας του Παλαιστινιακού Κράτους. Και απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον διάλογο είναι να εκπροσωπηθούν οι Παλαιστίνιοι από μια ενιαία και δημοκρατικά εκλεγμένη ηγεσία, η οποία θα αναγνωρίζει το δικαίωμα του Ισραήλ να υφίσταται ως εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη. Όσο οι Παλαιστίνιοι είναι διχασμένοι σε δύο στρατόπεδα, και όσο το ένα από αυτά αρνείται τον διάλογο, η λύση του Παλαιστινιακού είναι αδύνατη.

     Η Ελλάδα επί πολλά χρόνια παραμέλησε τις σχέσεις τις με το Ισραήλ. Τα τελευταία χρόνια όμως οι σχέσεις αυτές έχουν βελτιωθεί σημαντικά, και οι δύο χώρες έχουν αναπτύξει μια αμοιβαίως επωφελή συνεργασία σε πολλά επίπεδα.

     Το καθοριστικό γεγονός που χώρισε στα δύο τα ύδατα μεταξύ των δύο χωρών και άνοιξε τον δρόμο για τη σύσφιξη των διμερών μας σχέσεων ήταν η επίσημη –de jure– αναγνώριση του Ισραήλ από την Ελλάδα το 1990, στη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του Chaim Herzog.

     Η Ελλάδα και το Ισραήλ είναι δύο άμεσα συγκρίσιμες χώρες.

     

    - βρίσκονται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου

     

    - έχουν μικρούς και σχεδόν ισάριθμους πληθυσμούς

     

    - είναι φορείς δύο μεγάλων αρχαίων πολιτισμών

     

    - έχουν κακόβουλους γείτονες (η Ελλάδα έχει την Τουρκία, το Ισραήλ έχει τη Χαμάς, τη Χεζμπολά και αρκετούς ακόμα)

     

    - έχουν σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο στο Εξωτερικό (υπάρχει ο ελληνισμός και ο εβραϊσμός της Διασποράς)

     

    - και έχουν και οι δύο υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο εντός των ΑΟΖ τους

     

    Κάπου εδώ όμως τελειώνουν οι ομοιότητες, και αρχίζουν οι διαφορές:

     

    - το Ισραήλ, παρότι ο ετήσιος προϋπολογισμός του επιβαρύνεται με τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες και κάθε λίγα χρόνια εμπλέκεται σε μικρές ή μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις, διατηρεί μια ακμάζουσα οικονομία που δεν χρεοκοπεί. Το εξωτερικό χρέος του Ισραήλ ανέρχεται στο 70% του ΑΕΠ της χώρας, και όχι στο 170%, όπως το ελληνικό.

     

    - το Ισραήλ κατορθώνει, παρά τις συνεχείς επιβουλές και τις εξωτερικές απειλές, να περιφρουρεί αποτελεσματικά την εθνική και οικονομική του κυριαρχία

     

    - το Ισραήλ έχει χαράξει την ΑΟΖ του και έχει ξεκινήσει τη διαδικασία εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου του

     

    - το Ισραήλ αξιοποιεί άριστα και με πολλούς τρόπους το ανθρώπινο κεφάλαιό του στο Εξωτερικό προς όφελος της χώρας, και παράλληλα έχει ένα διαρκές πρόγραμμα, την Aliya, που ευνοεί τον επαναπατρισμό

     

    - ακολουθεί μια σταθερή εξωτερική πολιτική χωρίς παλινωδίες, και έχει θεμελιώσει μια ζωτικής σημασίας συμμαχία με τη μοναδική -πλέον- υπερδύναμη

     

    - επιπλέον το Ισραήλ πρωτοπορεί στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και του επιχειρείν, και έχει περισσότερες εταιρείες εισηγμένες στον NASDAQ από ό,τι η Ευρώπη, η Ιαπωνία, η Ινδία και η Κορέα μαζί

     

    Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το Ισραήλ έχει καταστεί η περιφερειακή υπερδύναμη στον γεωγραφικό χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

     

    Θεωρώ λοιπόν πως από όλα αυτά η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει πολλά χρήσιμα παραδείγματα, ιδιαίτερα στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία.

     

    Και εάν υπάρχει ένα παράδειγμα που συγκεφαλαιώνει όλα τα υπόλοιπα, αυτό είναι το πώς ένας μικρός λαός, στην ίδια γωνιά του κόσμου, μπορεί να πετύχει σημαντικά επιτεύγματα σε πολλούς τομείς, ακόμη και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, εάν είναι ενωμένος, αγαπά την πατρίδα του και εργάζεται σκληρά.

     

    Ο 21ος αιώνας, που ξεκίνησε βίαια με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, θα είναι ένας αιώνας ανακατατάξεων. Η δοκιμασία του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης της Δύσης, η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού, η μεταναστευτική πίεση του ισλαμικού κόσμου προς την Ευρώπη και η παγκόσμια ενεργειακή επάρκεια αποτελούν καίρια ζητήματα, τα οποία ο Δυτικός κόσμος καλείται να αντιμετωπίσει.

     

    Μπροστά στις νέες αυτές προκλήσεις, η Ελλάδα, το Ισραήλ και η Κύπρος έχουν τη δυνατότητα να συγκροτήσουν έναν ισχυρό γεωστρατηγικό και ενεργειακό άξονα, ο οποίος μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη σταθερότητα και την ανάπτυξη της νοτιοανατολικής Μεσογείου.  

     ​

     
  •