To Noma της Κοπεγχάγης δεν του αρέσει, κι ας είναι πάλι φέτος το καλύτερο εστιατόριο του κόσμου. «Τι νομίζεις ότι σερβίρουν; Μυρμήγκια σε γιαούρτι και λεπτές φέτες από ωμή καρδιά αγελάδας. Είναι πιάτα που δίνουν υπέροχες φωτογραφίες και ένα σπουδαίο στόρι αλλά ποιος θέλει να φάει κάτι τέτοιο; Οχι, ευχαριστώ, δεν είναι για μένα», μου λέει ο Γκιλ Χοβάβ, ένας από τους ανανεωτές της εβραϊκής γαστρονομίας, ενώ μιλάμε για τις τάσεις της παγκόσμιας γαστρονομίας.
Ανάλογη είναι η άποψή του και για τον μυθικό Φεράν Αντριά: «Οταν άγγιξα την κορυφή της παγκόσμιας κουζίνας στο elBulli αναρωτήθηκα: "Γκιλ, ειλικρινά, θα ξαναπαραγγείλεις ποτέ στη ζωή σου αυτό το πιάτο;" - και η απάντηση ήταν όχι. Δεν μου άρεσε. Το βρήκα παιχνίδισμα, εγώ όμως διδάσκω την κόρη μου να μην παίζει με το φαγητό της. Να το τρώει και να το σέβεται».
Τη δεκαετία του 1980, όταν στο Ισραήλ τρέφονταν με κονσέρβες και μαργαρίνες, ο Γκιλ Χοβάβ έκανε μόδα «το σύντομο μαγείρεμα με πιο φρέσκα υλικά ώστε να κρατάνε την ουσία και τη φρεσκάδα τους». Πιστεύει ότι το φαγητό θέλει σεμνότητα και αγάπη, απεχθάνεται την πορνογραφία της γαστρονομίας που έχει γίνει «παγκόσμια επιδημία», αρνείται να συμμετέχει σε μαγειρικά ριάλιτι. Δημοσιογράφος, μάγειρος, κριτικός εστιατορίων, τηλεοπτικός παραγωγός και ακτιβιστής που μάχεται για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, ο Γκιλ συζεί με τον εδώ και 25 χρόνια σύντροφό του και έχουν υιοθετήσει ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι που ζει με τη μητέρα του στον ίδιο δρόμο.
Επίσης, είναι εκδότης και συγγραφέας. Μάλιστα, εκτός από πολλά βιβλία μαγειρικής - όλα μπεστ σέλερ - έχει γράψει ένα «λυπητερό μυθιστόρημα» για τη μητέρα του που πέθανε από καρκίνο και δύο συλλογές με πολύ αστείες ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούν «θείες και γιαγιάδες από διάφορα μέρη του κόσμου». Μόνο ένα όμως από αυτά έχει μεταφραστεί στα αγγλικά. Το «Confessions of a Kitchen Rebbetzim» («Εξομολογήσεις της γυναίκας του ραβίνου στην κουζίνα») περιέχει μικρές ιστορίες και απλές κόσερ συνταγές, «ακριβώς για να δείξω στους τουρίστες που μας επισκέπτονται και βλέπουν στα περιοδικά των αεροπορικών εταιρειών πιάτα με καπνούς και άλλα τέτοια εντυπωσιακά εφέ ότι όλα αυτά δεν είναι αληθινά.
Εμείς τρώμε παραδοσιακά σακσούκα (ένα είδος στραπατσάδας με μελάτα αβγά σε πικάντικη σάλτσα ντομάτα) και την αγαπάμε», μου είπε ο Γκιλ, που ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να ετοιμάσει το αποχαιρετιστήριο δείπνο του Διεθνούς Φεστιβάλ Βιβλίου, στο οποίο φέτος τιμώμενη χώρα ήταν το Ισραήλ. Δεν είναι θρησκευόμενος και δεν τρώει κόσερ - δηλαδή φαγητό μαγειρεμένο σύμφωνα με τους διατροφικούς κανόνες της Τορά, ενός από τα δύο ιερά κείμενα του Ιουδαϊσμού -, το φαγητό του όμως είναι επηρεασμένο από την πολυαγαπημένη σεφαραδίτισσα γιαγιά του.
Υπάρχει ισραηλιτική κουζίνα; «Νομίζω ότι δεν υπάρχει» λέει. «Είμαστε ένα πολύ νέο έθνος, μόλις 66 ετών, διάστημα δηλαδή μικρό για να αναπτυχθεί κουλτούρα της κουζίνας. Το Ισραήλ είναι μια πολύ μεγάλη ζούγκλα. Ανθρωποι που έχουν έρθει από όλο τον κόσμο μαθαίνουν να ζουν μαζί και το ωραίο είναι ότι το φαγητό δεν έχει γίνει ένα. Εχουμε πιάτα γιεμενίτικα, γερμανικά, πολωνέζικα, γαλλικά, βορειοαφρικάνικα, όλα όμως με ένα άρωμα Μέσης Ανατολής».